- οστεολατυποπαγής
- -έςφρ. «οστεολατυποπαγές πέτρωμα» ή απλώς «το οστεολατυποπαγές»(πετρογρ.) πέτρωμα συνιστάμενο από λατύπες ασβεστολίθου και από θραύσματα οστών και δοντιών σπονδυλοζώων τα οποία είναι συγκολλημένα με ορυκτή συνδετική ύλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + λατυποπαγής].
Dictionary of Greek. 2013.